Καταστατικό

Τεχνάσματα που χρησιμοποιούνται για να υπονομεύσουν την ομοφωνία

Τα παρακάτω είναι μερικά κοινά τεχνάσματα που εμφανίζονται στις συνελεύσεις και στην συλλογική δυναμική της ομάδας όταν μέλη που έχουν μεγάλη επιρροή προσπαθούν να καθοδηγήσουν τη διαδικασία λήψης απόφασης.

Στις συναντήσεις:

  1. Η έκφραση ενόχλησης ή εκνευρισμού από κάποιους όταν ένα μέλος μοιράζεται τις ανησυχίες του –συμπεριφορά που υπονοεί ότι το άτομο αυτό σπαταλά το χρόνο της ομάδας αφού ενδιαφέρεται υπερβολικά να σκαλίζει θέματα σχετικά με την κατάλληλη διαδικασία, ή επειδή φέρνει ζητήματα που δεν απασχολούν την ομάδα. όμως, η ομοφωνία απαιτεί όλα τα μέλη να ακούγονται και όλα τα ζητήματα να αντιμετωπίζονται. Κανένα άτομο και καμιά “κλίκα”, δεν επιτρέπεται να καθορίζει τί είναι και τί δεν είναι σημαντικό.
  2. Η δημιουργία υπονοιών (ή η ξεκάθαρη δήλωση) ότι τόσο η αναφορά σε προβλήματα όσο και η έκφραση διαφωνιών δρα αποδιοργανωτικά για τη συλλογικότητα ή δείχνει απιστία προς εκείνους που εργάζονται σκληρά για αυτήν.
  3. Η έκφραση επιφυλάξεων για μία πρόταση πριν ν’ αναλυθεί πλήρως από αυτόν που τη φέρνει στη συζήτηση έτσι ώστε να προκύψουν ανησυχίες μεταξύ των συμμετεχόντων. Αποτέλεσμα αυτού συχνά είναι να εστιάσει η συζήτηση στις ανησυχίες που εκφράστηκαν και η πρόταση καθεαυτή να μη γίνει αντικείμενο μελέτης. (Σημείωση: Ένας καλός συντονιστής συνέλευσης πρέπει να αποτρέψει κάτι τέτοιο. Συνήθως όμως ο συντονιστής απλώς αφήνει τον κόσμο να μιλάει με τη σειρά που σηκώνει το χέρι του, κάνοντας με αυτόν τον τρόπο αδύνατη οποιαδήποτε συζήτηση απαιτεί ανταλλαγή απόψεων “εκτός σειράς”. Ετσι, αυτός που έχει κάνει την πρόταση μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα να μιλήσει παρά μόνο στο τέλος μιας σειράς παρανοήσεων, οι οποίες έχουν περάσει από ομιλητή σε ομιλητή, εξουδετερώνοντας οποιαδήποτε ελπίδα για ξεκαθάρισμα. Ο συντονίστής -πριν προχωρήσει η συζήτηση- πρέπει να επιτρέπει σε δύο άτομα την ανταλλαγή εκτός σειράς εάν πρόκειται έτσι να διασαφηνιστούν όψεις ενός ζητήματος ή μιας πρότασης).
  4. Η έκφραση διαφωνίας σε κάτι που δεν προτάθηκε ποτέ. Παραδείγματος χάριν, ο Α λέει ότι πρέπει να ενθαρρύνεται η συμμετοχή στις συνελεύσεις μέσω της ευρύτερης κοινοποίησής τους. Ο Β, που προτιμά τη χαμηλή προσέλευση προκειμένου να ασκεί μεγαλύτερη επιρροή στη λήψη αποφάσεων, απαντάει ότι δεν μπορεί να απαιτείται από τον κόσμο να έρχεται στις συνελεύσεις. Ετσι ακολουθεί κατακραυγή ενάντια στην “αντιδημοκρατική” πρόταση για αναγκαστική συμμετοχή στις συνελεύσεις. Αποτέλεσμα: η πρόταση του Α απορρίπτεται.
  5. Το να αφήνει κάποιο μέλος την ομάδα να φτάσει σε μια απόφαση και να δείχνει ότι τη στηρίζει, ενώ μετά “διακριτικά” καθοδηγεί την ομάδα στο επόμενο θέμα της συνέλευσης πριν να συμφωνηθεί συγκεκριμένο σχέδιο για την υλοποίηση της απόφασης. Ομοίως, η εθελοντική προσφορά ενός μέλους της ομάδας για μια δράση που όμως δεν γίνεται πολύ συγκεκριμένη -πρακτική που επιτρέπει να ξεχαστεί αργότερα η συγκεκριμένη διαθεσιμότητα, όταν έρθει ο καιρός για την πραγματοποίηση της δράσης.
  6. Η θέση ότι κάποιες αποφάσεις για δράση μπορούν να εκτελεσθούν μόνο από λίγα αφοσιωμένα μέλη –θέση που όμως δεν φαίνεται να ισχύει όταν αφορά δράσεις που συγκεκριμένα μέλη δεν εγκρίνουν. Σε αυτή την περίπτωση, αυτά τα μέλη, επιμένουν ότι για τη συγκεκριμένη δράση απαιτείται ευρεία συμμετοχή. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται προσπάθεια να κολλήσει το σχέδιο στην αδυναμία συντονισμού ενός μεγάλου ποσοστού των μελών, κάτι που μπορεί να οδηγήσει και στο να απορριφθεί η δράση. Ομοίως, η επιμονή στο ότι μερικές αποφάσεις, προκειμένου να περάσουν, απαιτούν ευρεία υποστήριξη, και όχι απλώς την απουσία ενστάσεων, και πρέπει επομένως να αναβληθούν μέχρι να ακουστούν περισσότερες απόψεις, πράγμα που οδηγεί συνήθως σε μία αόριστη (δηλαδή μόνιμη) αναβολή.
  7. Ο χλευασμός, το κατσούφιασμα, το να κοιτάζει κανείς επίμονα κάτω, οι φωνές, οι δυνατοί αναστεναγμοί, το να παριστάνει κάποια τον πληγωμένο, τον ανήσυχο, τον ανυπόμονο, το να αποχωρεί από τις διαδικασίες.

Στο πλαίσιο της ευρύτερης δυναμικής της ομάδας:

  1. Το να θέτει κάποιος τον εαυτό του (ή την “κλίκα” του) ως τον de facto αρχηγό αναλαμβάνοντας μεγάλο κομμάτι των διοικητικών καθηκόντων, εμφανίζοντας με αυτόν τον τρόπο τον εαυτό του ως απαραίτητο, ενώ ταυτόχρονα αρνείται την προσφορά βοήθειας -ιδιαίτερα όταν αυτό θα καθιστούσε όποιον άλλον βοηθά συμμέτοχο σε βασικές γνώσεις για το πώς “τρέχουν” τα πράγματα στη συλλογικότητα.
  2. H συσσώρευση πληροφοριών από κάποια μόνο μέλη, ειδικά λεπτομερειών που είναι κρίσιμες για τη λειτουργία της συλλογικότητας ή τη συμμόρφωση της με σημαντικά ζητήματα (όπως π.χ. οι δοσοληψίες της, αν υπάρχουν, με το κράτος και τους θεσμούς).
  3. To να καθιστά κάποιο άτομο τον εαυτό του ως το μοναδικό συντονιστή διαφόρων επιτροπών ή δραστηριοτήτων της συλλογικότητας, μετατρέποντας έτσι τον εαυτό του (ή την κλίκα του) ως το μόνο πρόσωπο που έχει το συνολικό έλεγχο της οργάνωσης.
  4. To να καθιστά κάποιο άτομο τον εαυτό του ως το μόνο πρόσωπο που μπορεί να  ενεργήσει ως εξωτερικός σύνδεσμος της ομάδας, με το άλλοθι ότι έχει πρόσβαση σε όλες τις υποομάδες ή τα εγχειρήματα της συλλογικότητας.
  5. To να ενεργεί κάποιος ως εκπρόσωπος της ομάδας σε πλαίσια εκτός της συλλογικότητας.
  6. Η λήψη αποφάσεων χωρίς τη διαβούλευση της συλλογικότητας –κάτι που μπορεί να ξεκινήσει με ασήμαντα θέματα (όπως την παραγγελία προμηθειών), και να κλιμακωθεί βαθμιαία περιλαμβάνοντας αποφάσεις για σημαντικά ζητήματα (όπως τη γενικότερη κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει η συλλογικότητα).
  7. Η περιφρόνηση της επιμονής για ορθές διαδικασίες –θέση που υπονοεί ή    ισχυρίζεται ότι μόνο όσα μέλη δεν κάνουν τίποτα ανησυχούν για τις διαδικασίες ενώ υπάρχουν πολλά πρακτικά πράγματα που πρέπει να γίνουν.
  8. Η αντιμετώπιση των συναντήσεων ως σχολαστικών και κουραστικών (η απουσία συστηματικού προγράμματος συναντήσεων είναι ένδειξη τέτοιας αντιμετώπισης).
  9. Ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει καμία ανάγκη να εναλλάσσονται τα μέλη στα διάφορα καθήκοντα επειδή τα πιο ικανά άτομα πρέπει να κάνουν αυτό για το οποίο είναι καταλληλότερα. (Σημειώστε ότι η εναλλαγή καθηκόντων εξασφαλίζει το μοίρασμα της εξουσίας μέσα στη συλλογικότητα -κάτι που τα μέλη με “αρχηγικές τάσεις” συνήθως δεν θέλουν).
  10. Το να υποστηρίζει κάποιος ή κάποιοι ότι γνωρίζει/-ζουν το “πρωτόκολλο” της οργάνωσης (το οποίο είναι άγραφο) σε οποιαδήποτε δεδομένη κατάσταση. Το να επικαλούνται το “βαθμό” παλαιότητας, εμπειρίας, ή εξειδικευμένης γνώσης εάν κάποιος διαφωνήσει με μια απόφαση.
  11. Η επιμονή στη θέση ότι η γνώμη όσων εργάζονται σκληρότερα για τη συλλογικότητα πρέπει να έχει μεγαλύτερο βάρος στη λήψη αποφάσεων. Η ομοφωνία δεν αναγνωρίζει ούτε ικανότητες, ούτε στάτους: όλα τα μέλη πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ισότιμα.
  12. Η δήλωση ότι σε περιόδους κρίσης δεν υπάρχει ο χρόνος ή η ενέργεια για να εμμένει η ομάδα στην ομοφωνία ή στις ορθές διαδικασίες, εφόσον υπάρχουν άμεσα, πιεστικά θέματα που πρέπει να εξεταστούν. Ετσι μια κλίκα μπορεί να αυτο-προσδιοριστεί ως η “εκ των πραγμάτων αρχηγική” ομάδα, καταστρέφοντας όχι μόνο τη συλλογική συμμετοχή αλλά και τη διαφάνεια στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
  13. Η χρήση του παλαιότερου “κόλπου” χειραγώγησης που υπάρχει: το να περνάει κάποιος στην επίθεση ώστε να μη χρειάζεται να δώσει λόγο για τις δικές του ενέργειες, δημιουργώντας ένα σύννεφο από κατηγορίες που δεν επιτρέπει να εστιάσει η προσοχή των μελών στα πραγματικά ζητήματα.
  14. Η δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων ή παριών για να αποσπάται η προσοχή από όσους χειραγωγούν.
  15. Οι φοβέρες, οι απειλές, τα καλοπιάσματα.
  16. Η ρητορική της οσιομάρτυρος: “Μετά από όλα όσα έχω κάνει για αυτήν τη συλλογικότητα, πώς μπορέσατε να με αμφισβητήσετε;”