Το πρόβλημα με την ευγένεια
Η ευγένεια, που δεν πρέπει να συγχέεται με το σεβασμό, την εκτίμηση και την ευπρέπεια (όλα θετικές αξίες), αποτελούσε πάντα εργαλείο καταπίεσης . Η ίδια τακτική εφαρμόζεται και μέσα σε συλλογικότητες για να σιωπούν όσοι διαφωνούν. Οι συλλογικότητες και η συλλογική δράση απαιτούν ευθύτητα και ειλικρίνεια. Η ευγένεια αποτελεί ανάθεμα για το χτίσιμο της ομοφωνίας.
Η παραδοσιακή αγγλοσαξονική προτεσταντική λεπτότητα -του τύπου: “μη λες τίποτε αν δεν έχεις κάτι ευχάριστο να πεις”, “μην εκφράζεις ποτέ αρνητική κριτική” και “βιάσου να αμβλύνεις τις διαφωνίες”- είναι ασύμβατη με τη συλλογική δράση. Η σύγκρουση είναι ουσιώδης για τη διαδικασία διαμόρφωσης εννοιών και εγχειρημάτων. Οι ιδέες πρέπει να εξετάζονται πλήρως και ειλικρινώς. Αντιθέτως, το να φέρεσαι “ευγενικά” όταν δεν το νιώθεις, δημιουργεί μόνο δυσπιστία. Το ήθος της ειλικρίνειας, της αμεσότητας και της ευθύτητας παροτρύνει την ομάδα να επικεντρώνει στο περιεχόμενο μιας δήλωσης αντί να τροφοδοτεί συνεχώς την ανάγκη τού να γίνει κατανοητό το υπονοούμενο που ενδεχομένως κρύβει μία παρατήρηση (π.χ. “Μήπως το είπε αυτό απλώς για να με κάνει να φανώ χαζός;” κ.λπ.).
Η απουσία συγκρούσεων είναι σχεδόν πάντα σημάδι ότι η διαφωνία, ή ακόμα και η όποια ειλικρινής συνεισφορά, καταπιέζονται μέσα σε ένα πλαίσιο που αποδοκιμάζει, γενικώς και αορίστως, τη δημιουργία έντασης.
Ένα άτομο που θέλει να εκμεταλευτεί καταστάσεις θα επικαλεστεί, όταν το βολεύει, την κοινωνική αβρότητα, κατηγορώντας οποιονδήποτε άλλον εγείρει ερωτήματα ως ασεβή ή διασπαστικό, με σκοπό να τόν κάνει να σωπάσει.
Το ήθος της ευγένειας παρέχει πλήρη ελευθερία κινήσεων στους θρασύδειλους, καθώς οι «καλοί τρόποι» υπαγορεύουν πως πρέπει να αντιδρούμε με ηρεμία όταν κάποιος προσπαθεί να μας επιβληθεί βάζοντας τις φωνές. Οταν λοιπόν κάποιος απαντήσει με επιθετικό τρόπο σε λεκτικές επιθέσεις, είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίσει την αποδοκιμασία της ομάδας, επειδή κλιμακώνει, αντί να εκτονώνει, τη διαμάχη –ταυτόχρονα αυτός που επιτέθηκε αρχικά, αν είναι καθ’ έξιν θρασύδειλος και έχει κερδίσει μια θέση ισχύος και σεβασμό στην ομάδα μέσω κυριαρχικών συμπεριφορών, πιθανότατα “θα τη βγάλει καθαρή”. Δεν αποκλείεται ο κόσμος να πάρει και το μέρος του επειδή δέχεται επίθεση, αποδοκιμάζοντας εκείνον που τόλμησε να αντιπαρατεθεί με ένα τόσο αγαπητό και σεβαστό μέλος. Συμπεριφορές σαν κι αυτή είναι χαρακτηριστικές κυρίως σε ομάδες που καθοδηγούνται από χαρισματικές προσωπικότητες. Παρ’ όλα αυτά, τέτοια περιστατικά συμβαίνουν συχνά και σε ομάδες που ισχυρίζονται πως λειτουργούν στη βάση της ομοφωνίας.
Στις ομόφωνες διαδικασίες είναι εξαιρετικά σημαντικό να ακούγεται και να εξετάζεται το περιεχόμενο ενός παραπόνου, ακόμη κι αν αυτό εκφράζεται με μια έκρηξη θυμού. Σε μια συλλογικότητα στην οποία επικρατεί κλίμα εκφοβισμού, τα μέλη που μπορεί να έχουν αντιρρήσεις κρατούν συνεχώς το στόμα τους κλειστό. Ετσι τα ζητήματα βγαίνουν στην επιφάνεια μόνο όταν κάποιος ωθείται στα άκρα και εκφράζει τις επιφυλάξεις του ουρλιάζοντας. Οταν συμβεί αυτό, είναι πολύ εύκολο για τα μέλη με κυριαρχικές διαθέσεις να χαρακτηρίσουν τον παραπονούμενο “τρελό” ή “εμπαθή”. Στην πραγματικότητα, ένα ιδιαιτέρως ύπουλο μέλος που θέλει να έχει τον έλεγχο μπορεί επί τούτου να προκαλεί κάποιον, τον οποία αναγνωρίζει ως εν δυνάμει απειλή για την εξουσία του, μόνο και μόνο για να πάρει μια εν θερμώ απάντηση την οποία θα χρησιμοποιήσει στη συνέχεια ως αιτία για την απομάκρυνσή του από την ομάδα.
Τα μέλη μιας συλλογικότητας πρέπει να μπορούν να προσδιορίσουν εάν ο θυμός χρησιμοποιείται από πρόθεση ως εργαλείο εκφοβισμού. Η ειλικρινής συζήτηση μπορεί συχνά να προκαλέσει ένταση. Η ομάδα πρέπει να δημιουργεί ένα ασφαλές και ανοιχτό περιβάλλον στο οποίο κάτι τέτοιο θα είναι αποδεκτό.
Συχνά δημιουργείται η παρεξήγηση ότι επειδή η συλλογική ζωή βασίζεται στην ειλικρίνεια, την ισότητα και τα κοινά ιδανικά, η δυναμική μας συλλογικότητας πρέπει να χαρακτηρίζεται πάντοτε από τρυφερότητα και αλληλοϋποστήριξη. Το ακριβώς αντίθετο όμως, είναι εξίσου αληθινό. Η συλλογική δράση πρέπει να επιτρέπει στα άτομα να εκφράζουν τις διαφωνίες τους ακόμη και με τρόπους που δεν είναι πάντα οι καλύτεροι δυνατοί.
Μια συλλογικότητα που από τη μία ενδίδει σε εμφανώς ανειλικρινείς εκφράσεις τρυφερότητας ή συμπάθειας και από την άλλη δυσφορεί όταν αντιμετωπίζει βλοσυρά βλέμματα, θυμό ή την αντιπάθεια κάποιας προς κάποιο άλλο άτομο ή ιδέα, δεν λειτουργεί ούτε στη βάση της ομοφωνίας, ούτε με τη βασική προϋπόθεση του αμοιβαίου σεβασμού. Η ομοφωνία, είτε για καλό είτε για κακό, αξιώνει για όλους τη δυνατότητα ξεσπάσματος. Οταν αυτό δεν επιτρέπεται, η ομάδα λειτουργεί στη βάση εξουσιαστικών σχέσεων.
Οι άνθρωποι θυμώνουν, απογοητεύονται, αγανακτούν, συγχύζονται, καταβάλλονται, εκδικούνται, θίγονται, φθονούν και πάει λέγοντας. Η εκτόνωση αυτών των συναισθημάτων πρέπει να είναι αποδεκτή, και αργότερα μπορούν, ενδεχομένως, να απολογούνται αν κάτι τέτοιο θεωρηθεί απαραίτητο. Απ’ την άλλη η συλλογικότητα οφείλει να κατακρίνει όποιον επίτηδες επιδίδεται σε θεατρινισμούς ως εξουσιαστική μανούβρα για να εκφοβίσει μέλη που πιθανόν διαφωνούν.
Η συλλογική δράση απαιτεί σεβασμό -που σημαίνει να ακούς και να εξετάζεις με ειλικρίνεια τη διαφορετικότητα και τα αισθήματα της άλλου- αλλά όχι συμβατικούς ευγενείς τρόπους, που είναι το επίχρισμα της προσήνειας και συχνά χρησιμοποιούνται παραπλανητικά για να συγκαλύψουν τις πραγματικές απόψεις και κίνητρα κάποιου.
Η ανάγκη για καλοσύνη
Παρόλο που η συλλογική ζωή δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται από ψεύτικους συναισθηματισμούς και υπερβολικές κολακείες μεταξύ των μελών, η κοινή προσπάθεια του να ανήκεις σε μια συλλογικότητα προϋποθέτει καλή θέληση και γνήσιο ενδιαφέρον για κάθε άτομο που εμπλέκεται. Εάν οι σχέσεις μέσα στην ομάδα δεν στηρίζονται στην καλοσύνη, την ανεκτικότητα και την αποδοχή παρά τα προβλήματα που αναπόφευκτα προκύπτουν, τότε σίγουρα θα εμφανιστούν δυναμικές που δεν υποστηρίζουν το πνεύμα της ομοφωνίας. Ουσία της ομοφωνίας δεν είναι η από κοινού λήψη αποφάσεων (αυτό είναι ένα αποτέλεσμα) αλλά ο θεμελιώδης σεβασμός για τους προβληματισμούς κάθε μέλους και για το ίδιο το άτομο. Όποτε εμφανίζονται πρακτικές εκφοβισμού, χλευασμού ή επιβολής η συλλογικότητα δεν λειτουργεί στη βάση της ομοφωνίας.
Στο προηγούμενο κομμάτι, “Το Πρόβλημα με την Ευγένεια”, τονίζουμε πως τα μέλη πρέπει να μπορούν να εκφράσουν το θυμό τους και άλλα δυσάρεστα ή δύσκολα συναισθήματα και απόψεις. Είναι αποδεκτό να θυμώνει ένα μέλος, να ενοχλείται ή να κάνει λάθος –οι άνθρωποι κάνουν λάθη. Η συλλογικότητα πρέπει να αντιμετωπίζει τα λάθη ως κάτι αναμενόμενο στο πλαίσιο της λειτουργίας της. Από την άλλη, όσοι κάνουν κάποια “γκάφα” πρέπει να σπεύδουν να τη διορθώσουν, και έπειτα τα πράγματα να προχωρούν. Αλλά οι σκοπίμως άσχημες συμπεριφορές δεν μπορούν να γίνονται αποδεκτές. Τέτοια είναι μια συμπεριφορά που σχεδιάζεται για να προκαλέσει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, είτε αυτό είναι το να φοβίσει ένα μέλος που διαφωνεί, είτε να αποδείξει την ορθότητα μιας άποψης, είτε να επιδείξει την “ανωτερότητα” κάποιου μέλους σε σχέση με ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Δεν είναι, επίσης, σωστό να αναστατώνεις άλλα μέλη επειδή το βρίσκεις διασκεδαστικό.
Ακόμη και όσοι από εμάς διαλέξαμε να συμμετέχουμε σε αντι-ιεραρχικές συλλογικότητες, παρόλαυτα έχουμε ζήσει σε μια κοινωνία που τοποθετεί τα άτομα σε θέσεις εξουσίας και υποταγής. Οι περισσότερες αντιλαμβανόμαστε πως ισότητα σημαίνει το να απορρίπτεις κάθε μορφή εδραιωμένης ιεραρχίας και το να μη δέχεσαι να δίνεις ή/και να εκτελείς διαταγές. όμως, μερικές φορές τα μέλη μιας συλλογικότητας δημιουργούν άτυπες ιεραρχίες επειδή δρούν και σκέφτονται με βάση τα όσα έχουν ενσωματώσει στο πλαίσιο της κυρίαρχης κουλτούρας. Για παράδειγμα, εάν κάποιος φαίνεται εξαιρετικά καταρτισμένος σε ένα ζήτημα και πρόθυμος να αναλάβει την ευθύνη του να “φαίνεται”, τότε ενίοτε του παραχωρείται μια άτυπη αρχηγική θέση. Κάτι τέτοιο συμβαίνει όχι μόνο εξαιτίας της τεμπελιάς των υπολοίπων, αλλά κυρίως χάρη στην κυρίαρχη αντίληψη –την οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεπεράσει κάποιος που ένιωθε περήφανος όταν αρίστευε στο σχολείο και αυτό του αναγνωριζόταν– ότι τα άτομα πρέπει να απολαμβάνουν επαίνους και εκτίμηση για τα ταλέντα και τις επιτυχίες τους. Σε μια πραγματικά ισότιμη ομάδα, όλες συνεισφέρουν ανάλογα με τις ικανότητες και τη διαθεσιμότητά τους και κανείς δεν θα έπρεπε να περιμένει να εισπράξει εύσημα για όσα καταφέρνει. Η πρακτική της “λατρείας των ηρώων” είναι ασύμβατη με την ουσία της ομοφωνίας. Ολα τα κατορθώματα έχουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, επιτευχθεί και με τη βοήθεια των άλλων.
Η αφοσίωση, η οποία εκ πρώτης όψεως μοιάζει θετική αξία, δεν έχει θέση σε συλλογικότητες ισότιμων σχέσεων που πασχίζουν να είναι δίκαιες προς όλα τα μέλη τους. Το αίσθημα αφοσίωσης μας ωθεί να υπερασπιζόμαστε τον κοντινό μας άνθρωπο, ακόμη και εις βάρος κάποιας άλλου και ενώ ξέρουμε πως ο “κολλητός” μας έχει άδικο. Ή να παραβλέπουμε γεγονότα και να αποφεύγουμε τη διερεύνηση ενός ζητήματος, ακόμη και εάν αυτό σημαίνει πως δεν θα ξεκαθαρίσει η κατάσταση για ένα άτομο που αδίκως κατηγορείται. Η δικαιοσύνη απαιτεί να ακούμε τους πάντες και να εξετάζουμε όλες τις πιθανότητες πριν σχηματίσουμε οποιαδήποτε άποψη.
Δημιουργώντας παρίες (απόβλητους)
Μία από τις χειρότερες και πλέον κατακριτέες τάσεις που συναντάμε σε μη ιεραρχικές συλλογικότητες, είναι η δημιουργία παριών: μια μικρή ομάδα αποφασίζει ότι κάποιο άτομο είναι ανεπιθύμητο και τότε αυτό απομονώνεται για να διασυρθεί και να εκδιωχθεί. Η πρακτική αυτή μπορεί να ξενίζει για ομάδες που υποτίθεται πως βασίζονται στην ισότητα, τον αμοιβαίο σεβασμό και την αποδοχή, αλλά συμβαίνει ιδιαίτερα συχνά.
Συχνά, αυτή η διαδικασία εκδίωξης δικαιολογείται με βάση μια συγκεκριμένη αντίληψη περί “αποπομπής” . Σύμφωνα με το ιδανικό όραμα, τα άτομα θα ζουν ή θα λειτουργούν σε μικρές ομάδες χωρίς ιεραρχία, λαμβάνοντας όλες τις αποφάσεις που αφορούν στην κοινότητα με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες (με άλλα λόγια, όλοι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων και, ιδανικά, να συμφωνούν μ’ αυτές). Αν κάποιος σαμποτάρει την κοινότητα ή με κάποιο τρόπο προκαλεί ή απειλεί να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα, δεν υπάρχει ούτε αστυνομία, ούτε άλλη εξουσιαστική δομή για να χειριστεί το ζήτημα. Επομένως, ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισής του είναι, απλά και δημοκρατικά, να τον διώξουν από την κοινότητα. Η πρακτική αυτή θεωρείται λιγότερο εξουσιαστική σε σχέση με τις συμβατικές μεθόδους της ποινικής δικαιοσύνης και της φυλάκισης, καθώς το άτομο είναι ελεύθερο να αναζητήσει νέα σύνδεση με άλλες κοινότητες. Το κρίσιμο σημείο που συχνά παραβλέπεται από τις σημερινές συλλογικότητες, είναι το ότι η αποπομπή προορίζεται για ακραίες, επικίνδυνες ή εγκληματικές συμπεριφορές και δεν αποτελεί μια μέθοδο για να ξεφορτωθούμε κάποια που ορισμένα μέλη βρίσκουν κουραστική ή ενοχλητική.
Είναι φυσικό να είναι οι άνθρωποι, μερικές φορές, αντιπαθητικοί ή ανάποδοι. Οι συλλογικότητες που στηρίζονται στην ισότητα πρέπει να βασίζονται στην αρχή ότι η καθένας έχει το δικαίωμα να είναι ο εαυτός του, άσχετα αν η συμπεριφορά του τον καθιστά δημοφιλή ή όχι. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι αποδεκτή οποιαδήποτε προσβλητική συμπεριφορά. Εάν κάποιος ενοχλείται θα πρέπει να το κάνει γνωστό και να ζητήσει από το άτομο που τον θίγει να αλλάξει συμπεριφορά. Κάτι τέτοιο δεν είναι σίγουρο πως θα γίνει, οπότε τα δύο αυτά μέλη πρέπει να βρουν έναν τρόπο να συνυπάρξουν. Οι ανθρώπινες σχέσεις σπανίως είναι τέλειες.
Βέβαια, αυτό που συχνά συμβαίνει είναι ότι ή το ένα ή και τα δύο μέλη θα μεγαλοποιήσουν το θέμα, εκτοξεύοντας κατηγορίες και απαιτώντας από τη συλλογικότητα να επέμβει απομακρύνοντας αυτόν που υποτίθεται πως φταίει. Δεν είναι ασυνήθιστο να αρχίσουν και οι μηχανορραφίες ώστε το ένα μέλος να κερδίσει “πλεονέκτημα” έναντι του άλλου. Ένα δύσμοιρο άτομο που δεν θα σκεφτόταν ποτέ να καταστρώσει στρατηγικές και ιδιοφυείς συνομωσίες, μπορεί ξαφνικά να ανακαλύψει πως το μισούν οι πάντες και μάλιστα χωρίς να ξέρει το γιατί. Μερικές φορές οργανώνονται μυστικές συναντήσεις, εν αγνοία του κατηγορούμενου, στις οποίες καταστρώνεται το σχέδιο εξοστρακισμού του. Συνήθως αυτό γίνεται γιατί οι παραπονούμενοι παραείναι δειλοί ώστε να τον αντιμετωπίσουν πρόσωπο με πρόσωπο και να ζητήσουν αλλαγή της συμπεριφοράς του.
Πολλές φορές το μέλος που απομακρύνεται δεν γνωρίζει καν το σφάλμα του, ενώ πιθανώς θα ήταν διατεθειμένο να το διορθώσει αρκεί να του είχε επισημανθεί. Επίσης, συχνά μικρές ομάδες συσπειρώνονται εναντίον κάποιου μέλους επειδή είναι “αδέξιο” με τις κοινωνικές σχέσεις και αθέλητα εμφανίζεται ως αγενές ή αυταρχικό. Χρειάζεται να επισημάνουμε ότι κάτι τέτοιο δεν συνιστά λειτουργία σύμφωνη με το πνεύμα της ομοφωνίας; Μέχρι και παιδιά μπορούν να φερθούν πιο ώριμα.
Ένας ακόμη χειρότερος τρόπος για τη δημιουργία παριών εμφανίζεται όταν ένα εξουσιαστικό μέλος -ή κλίκα- προσπαθεί εσκεμμένα να μειώσει την αξιοπιστία, και τελικά να αποβάλλει, κάποιον τον οποία θεωρεί απειλή για την ηγεμονία του. Μερικές φορές ένα μέλος γίνεται στόχος αφού εκφράσει την αποδοκιμασία του για την εξουσία που η αυτόκλητη αρχηγική ελίτ έχει αποσπάσει από τη συλλογικότητα. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί απλώς να αξίωσε την τήρηση στοιχειώδους δημοκρατικής διαδικασίας. Εάν μια τέτοια επισήμανση ληφθεί σοβαρά υπόψη, υπάρχει το ενδεχόμενο η αρχηγική κλίκα να χάσει τα προνόμιά της -οπότε και υπονομεύει την κριτική που της γίνεται.
Ο ευκολότερος τρόπος για να αμφισβητηθεί η αξιοπιστία κάποιου που διαφωνεί είναι να κατηγορηθεί για προσωπική εμπάθεια εναντίον του μέλους που κατακρίνει. Αυτός που δέχεται την κριτική μπορεί έπειτα να ρίξει το δόλωμα στο διαφωνούντα με προσωπικές προσβολές και αν εκείνος απαντήσει καλόβουλα αλλά εκνευρισμένα, ο “Μακιαβέλι” μας θα έχει αποδείξει αυτό που θέλει: “Βλέπετε; Θέλει απλώς να με εκδικηθεί και για αυτό γίνονται όλα!”.
Δεν υπάρχει ποτέ λάθος στιγμή για να αμφισβητηθούν οι πράξεις κάποιου, όταν αυτές συνδέονται με την ακεραιότητα της διαδικασίας στη συλλογικότητα. Στην πραγματικότητα, κάτι τέτοιο είναι υποχρέωση κάθε μέλους όταν νοιώθει πως η κατάσταση το απαιτεί. Δυστυχώς, λίγοι άνθρωποι το κάνουν. Είναι ευκολότερο να μην εκτίθεσαι και να μην παίρνεις θέση για αυτό που πιστεύεις ότι είναι σωστό. Μπορούν ακόμη και να συναινέσουν στην καταδίκη ενός διαφωνούντα, μόνο και μόνο για να μη “στριμωχτούν”. Μπορούν επίσης εύκολα να συμφωνήσουν ότι αυτός που κάνει τη φασαρία δεν θέτει κάποιο πραγματικό ζήτημα αλλά επιχειρεί μονάχα προσωπικές επιθέσεις. Η ομοφωνία δεν λειτουργεί σε τέτοιο κλίμα. Είναι πιθανό, όποιος προσπαθήσει να ταράξει τα νερά υπό τέτοιες συνθήκες να βρεθεί έξω απ’ την πόρτα.
Αποτελεί υποχρέωση για τα μέλη μιας συλλογικότητας να ακούν προσεκτικά και να εξετάζουν κάθε ζήτημα που τίθεται, καθώς και να λαμβάνουν υπόψη τους όλες τις πλευρές. Τα μέλη πρέπει να θεωρούν πως κάθε ανησυχία έχει σοβαρή βάση και να την εξετάζουν ως τέτοια. Ειδικά όταν αφορά στην αποδοκιμασία κάποιου άλλου μέλους, όλοι στην συλλογικότητα πρέπει να προσπαθούν να φτάσουν στην ουσία του ζητήματος χωρίς να βγάλουν βιαστικά συμπεράσματα. Ρώτα. Ερεύνησε. Ψάξε για πιθανά κίνητρα, ώστε να μπορέσεις να ανακαλύψεις την αλήθεια. Αυτό δεν γίνεται σχεδόν ποτέ. Τα άτομα είναι συνήθως ευχαριστημένα με το να ακολουθούν το ρεύμα και πολύ δύσκολα μετακινούνται από τη θέση που διάλεξαν.
Σε περιπτώσεις ιδιαιτέρως άσχημων ή εκβιαστικών συμπεριφορών, η συλλογικότητα πρέπει κανονικά να αντιμετωπίζει την κατάσταση (παρ’ όλο που κάτι τέτοιο δεν σημαίνει απαραίτητα την αποπομπή του μέλους που είχε τις παραπάνω συμπεριφορές). Σπανίως, βέβαια, μια ομάδα υπερασπίζεται ένα από τα μέλη της που αδικήθηκε. Οσο η ομαδική καταδίκη συνίσταται στο “ξεφόρτωμα” οποιουδήποτε μη δημοφιλούς ατόμου τόσο οι άνθρωποι πολύ εύκολα ακολουθούν. Οταν, όμως, ένα κυριαρχικό μέλος που το παίζει τσαμπουκάς, πρέπει να αντιμετωπιστεί στα ίσια, τότε όλοι εξαφανίζονται. Ακόμη και εάν, ως τότε, αυτό το μέλος γενικά αναγνωρίζεται ως εξουσιαστικό, μόλις κάποιος αναζητήσει υποστήριξη για να εγείρει το ζήτημα, ξαφνικά κανείς από τους υπόλοιπους δεν μπορεί να θυμηθεί να είχε πρόβλημα μαζί του.
Πολύ συχνά, συμβαίνουν περιπτώσεις «άσχημων» αποβολών επειδή η συλλογικότητα δεν έχει καθορισμένο πλαίσιο για την αντιμετώπιση διαφωνιών και διενέξεων. Οταν λείπει μια τέτοια διαδικασία ή μια συνέλευση στην οποία οι διαφορές μπορούν ανοιχτά να συζητηθούν, οι μόνες επιλογές για την ομάδα είναι ή το να σέρνεται με έναν αδόμητο και ακαθόριστο τρόπο σε μια κατάσταση όπου όλοι καταπίνουν τους προβληματισμούς τους και υπομένουν σιωπηλά κάθε προσβολή, ή το να απομακρύνεται βίαια όποια επισημαίνει κάποιο πρόβλημα. Σε τέτοιες συνθήκες η υπόσχεση μιας περιεκτικής και ανοιχτής συναίνεσης, εγγενής υποτίθεται σε ομάδες που βασίζονται στην ομοφωνία, υπονομεύεται και περιορίζεται σε εκφράσεις του τύπου “ή σκάσε ή πάρε δρόμο”.
Παρόλα αυτά, κάποιες φορές, ακόμη και εάν φαίνεται πως υπάρχουν επαρκείς κανόνες και διαδικασίες, αυτοί μπορεί να αγνοηθούν ή/και να αχρηστευθούν. Ιδιαίτερα σε ολιγομελείς ομάδες δεν είναι σπάνιο οι κανόνες να αγνοούνται απροκάλυπτα, καθώς τα μέλη αποφασίζουν πως αυτές οι ρυθμίσεις δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από τεχνικές κοινοτοπίες. Ετσι, παρά τους κανόνες, αυτή που έχει δυσφημιστεί ή εκδιωχθεί δεν έχει πολλά περιθώρια αντίδρασης όταν η μικρή κλίκα που αυτοαποκαλείται συλλογικότητα, στραφεί εναντίον της. Σχεδόν αναπόφευκτα θα καταλήξει να εγκαταλείψει τον αγώνα, καθώς δεν αξίζει να ασχολείται με κανόνες που όλοι αγνοούν, απλώς για να παραμείνει ανάμεσα σε άτομα που προφανώς δεν τον θέλουν μαζί τους.
Οι καθιερωμένοι κανόνες μπορούν, επίσης εύκολα, να υπονομευθούν μέσω κοινών τεχνικών χειραγώγησης, όπως περιγράψαμε σε άλλα κεφάλαια. Μια ομάδα μπορεί να προτίθεται να ακολουθήσει με ειλικρίνεια τις συμφωνημένες διαδικασίες διερεύνησης προστριβών ή να παρέχει την αναμενόμενη διαδικασία, αλλά αυτά αποδεικνύονται άχρηστα, όταν όλη η ομάδα έχει προκαταβολικά πειστεί για την ενοχή του ατόμου που κατηγορείται. Ακατάσχετα όργια καταρράκωσης υπολήψεων και διασποράς φημών μπορούν ψυχολογικά να εκμηδενίσουν πολλές “δίκαιες δίκες” προτού ακόμη αρχίσουν.
Κατά τραγική ειρωνεία, πολλά άτομα χρησιμοποιούν την πίστη στον αναρχισμό, ως δικαιολογία για να αγνοούν σκανδαλωδώς κανόνες που σχεδιάστηκαν για να εξασφαλίζουν τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία. Οσες παραβιάζουν τέτοιους κανόνες, μπορούν να υπερασπίζονται τις πράξεις τους λέγοντας πως δεν πρέπει να ακολουθούν πάντα το “νόμο”, ακριβώς επειδή πιστεύουν στην αναρχία. Παρ’ όλα αυτά, ενώ μπορεί να είναι αλήθεια πως οι αναρχικοί και οι αναρχικές διατηρούν το δικαίωμα να απορρίπτουν άδικους -ή προερχόμενους από ένα άδικο σύστημα- νόμους, είναι εξίσου αλήθεια ότι οφείλουν ταυτόχρονα να κινούνται προς μια συλλογική κατανόηση των βασικών δημοκρατικών αρχών.
Οι κανόνες μπορούν να είναι πολύ σημαντικοί, όχι απλώς επειδή είναι οι κανόνες, αλλά επειδή μπορούν να λειτουργήσουν ως άξονες-οδηγοί για την κατάκτηση της δημοκρατίας. Οι άξονες αυτοί αποδεικνύονται εξαιρετικά χρήσιμοι σε δύσκολες ή πολύπλοκες αντιπαραθέσεις όταν τα άτομα πολύ πιο εύκολα μπερδεύονται ή παρασύρονται, ξεχνώντας τις πλέον βασικές αρχές ή ακόμη και την κοινή λογική.